- ἀναγέννησις
- ἀναγέννησιςregenerationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αναγέννησις — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εβδομαδιαία έκδοση «εθνικού και δημοκρατικού προσανατολισμού» που κυκλοφορούσε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς από το 1849 έως το 1859, με εκδότη τον Ιωσήφ Μομφερράτο. Από τις σελίδες της ασκήθηκε έντονη πολεμική … Dictionary of Greek
ἀναγεννήσει — ἀναγέννησις regeneration fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναγεννήσεϊ , ἀναγέννησις regeneration fem dat sg (epic) ἀναγέννησις regeneration fem dat sg (attic ionic) ἀναγεννάω beget anew aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἀναγεννάω beget anew … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Возрождение богословское понятие — (άναγέννησις, παλινγενεσία, regeneratio, Wiedergeburt) широкое по смыслу и значению богословское понятие. Догматика обозначает словом возрождение, в тесном смысле, плоды и благодатные действия в человеке крещения. В крещении подается человеку не… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Возрождение, богословское понятие — (άναγέννησις, παλινγενεσία, regeneratio, Wiedergeburt) широкое по смыслу и значению богословское понятие. Догматика обозначает словом возрождение, в тесном смысле, плоды и благодатные действия в человеке крещения. В крещении подается человеку не… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἀναγέννησιν — ἀναγέννησις regeneration fem acc sg ἀναγεννάω beget anew pres ind act 3rd sg ἀναγεννάω beget anew pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αναγεννώ — ( άω) (Α ἀναγεννῶ) 1. ενεργ. ξαναγεννώ, ξαναδημιουργώ, παράγω εκ νέου 2. μεσ. αναζωογονούμαι, ανακτώ τις δυνάμεις μου (Εκκλ.) αλλάζω τρόπο ζωής εφαρμόζοντας τη χριστιανική διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γεννῶ. ΠΑΡ. αναγέννησις αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek
Κρήτης, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Αρχιεπισκοπή της Κρητικής Εκκλησίας με έδρα το Ηράκλειο, η οποία ιδρύθηκε το 1967 με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης, με εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη… … Dictionary of Greek
Μανιαδάκης, Κωνσταντίνος — (Σοφικό Κορινθίας 1893 – Αθήνα 1972). Στρατιωτικός και πολιτικός. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Ιωάννη Μεταξά. Διατέλεσε υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (1936 41). Κατά τη διάρκεια της Κατοχής διέφυγε … Dictionary of Greek